- καθρεφτιστός
- η , ό отражаемый (от поверхности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθρεφτιστός — ή, ό [καθρεφτίζω] αυτός που φαίνεται μέσα σε καθρέφτη ή σαν σε καθρέφτη … Dictionary of Greek